περιχύνω

περιχύνω
περιχύνω, περιέχυσα βλ. πίν. 1

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιχύνω — και περεχύνω και περιχώ και περεχώ Ν 1. χύνω υγρό πάνω σε ένα πράγμα βρέχοντας το σε όλη την επιφάνεια, περιβρέχω, διαβρέχω, περιχέω 2. μέσ. περιχύνομαι μτφ. ξεχύνομαι ολόγυρα, απλώνομαι πάνω από κάτι καλύπτοντάς το από παντού («νύχτα περιχύνεται …   Dictionary of Greek

  • περιχύνω — περίχυσα, περιχύθηκα, περιχυμένος 1. βρέχω κάτι ραντίζοντας το με νερό, περιβρέχω, καταβρέχω: Του κάνανε καντάδα νυχτερινή κι εκείνος τους περίχυσε με νερό. 2. περιχύνομαι ρίχνω πάνω μου υγρό (νερό, φαγητό κτλ.), λερώνομαι: Περιχύθηκες με μελάνη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλισιβιάζω — περιχύνω, πλένω τα ρούχα τής μπουγάδας με αλισίβα, μπουγαδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλισίβα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλισίβιασμα] …   Dictionary of Greek

  • ακρόπαστος — ον (α) ο ραντισμένος με αλάτι στην εξωτερική επιφάνεια του, ο λίγο αλατισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + παστός < πάσσω «πασπαλίζω, περιχύνω, ραντίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αλίπαστος — (I) η, ο [λιπάζω] αυτός που δεν λιπάνθηκε με χημικό λίπασμα, ο αλίπαντος*. (II) η, ο (Α ἁλίπαστος, ον) παστός, αλατισμένος, διατηρημένος σε άλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ρηματ. επίθ. παστός < πάσσω «πασπαλίζω, περιχύνω, ραντίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αμφιχέω — ἀμφιχέω (Α) Ι. ενεργ. περιχύνω, περιβάλλω παθ. 1. χύνομαι, διασκορπίζομαι παντού 2. (για πρόσωπα) περιπτύσσομαι, πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, αγκαλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίχυτος] …   Dictionary of Greek

  • επαιονώ — ἐπαιονῶ, άω και έω (Α) 1. περιχύνω, υγραίνω, περιλούζω, λούζω 2. μέσ. λούζομαι, πλένομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιονώ «μουσκεύω, υγραίνω»] …   Dictionary of Greek

  • επικατασπένδω — ἐπικατασπένδω (Α) [κατασπένδω] περιχύνω υγρό ως σπονδή, ως θυσία …   Dictionary of Greek

  • καταχύνω — (Α καταχύννω, Μ καταχύνω) χύνω κάτω, χύνω άφθονα πάνω σε κάτι κάποιο υγρό νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) βρέχω κάποιον ή κάτι με άφθονο νερό, καταβρέχω 2. περιχύνω μσν. σκορπίζω, ρίχνω κάτω …   Dictionary of Greek

  • λιοπερίχυτος — η, ο ηλιόλουστος, ευήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (I)* + περιχύνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”